- επινοούμαι
- επινοούμαι, επινοήθηκα, επινοημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
επινοώ — (AM ἐπινοῶ, έω) [νοώ] 1. σκέπτομαι κάτι, μηχανεύομαι, εφευρίσκω, σοφίζομαι (α. «επινόησε ολόκληρο παραμύθι για να μάς ξεγελάσει» β. «ἐπινοήσας τὰ ἧν ἀμήχανον ἐξευρεῑν τε καὶ ἐπιφράσασθαι», Ηρόδ.) 2. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι μσν. 1. ξέρω καλά 2 … Dictionary of Greek
συνεπινοώ — έω, ΜΑ [ἐπινοῶ] εννοώ κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («Πατέρα λέγοντες Υἱὸν τῇ φωνῇ συνεπινοοῡμεν», Γρηγ. Νύσσ.) αρχ. 1. επινοώ, μηχανεύομαι κάτι μαζί με κάποιον άλλο 2. σοφίζομαι κάτι ακόμη 3. παθ. συνεπινοοῡμαι, έομαι α) συμπεριλαμβάνομαι στην… … Dictionary of Greek